- πισσηρός
- -ά και ιων. τ. πισσηρή, -όν, Α1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πίσσα ή που είναι γεμάτος πίσσα, πισσήεις*2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσηρά(ενν. κηρωτή) αλοιφή παρασκευασμένη από πίσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.